- μπαγάσας
- ο1. (λ. γαλλ.), άνθρωπος αναξιόπιστος, παλιάνθρωπος: Με γέμισε ψέματα ο μπαγάσας!2. φρ., «Βρε τον μπαγάσα» (με θαυμασμό), τον πονηρό, τον κατεργάρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.